Συμπεράσματα μελέτης της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας για τις προοπτικές του Ελαιολάδου

Η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας, στα πλαίσια των περιοδικών εκδόσεων για κλάδους της ελληνικής οικονομίας, συνέταξε μελέτη για το ελαιόλαδο. Η Διεύθυνση Στρατηγικής και Οικονομικής Ανάλυσης της Τράπεζας, και συγκεκριμένα οι αναλύτριες Φραγκίσκα Βουμβάκη, Μαρία Σάββα και Αθανασία Κουτούζου, εκπόνησαν ανάλυση που εστιάζει: (i) στα διαρθρωτικά χαρακτηριστικά του κλάδου στη χώρα μας καθώς και στις ανατροπές που παρατηρούνται στη διεθνή αγορά και (ii) στις μεσοπρόθεσμες προκλήσεις μετά την αναθεώρηση της ΚΑΠ αλλά και τις ευκαιρίες που υπάρχουν αν εκμεταλλευτούμε τα συγκριτικά πλεονεκτήματα του ελληνικού ελαιολάδου.

Το ελαιόλαδο αποτελεί σημαντικό κομμάτι της ελληνικής οικονομίας καθώς καλύπτει το 11% της συνολικής αγροτικής παραγωγής στην Ελλάδα σε όρους αξίας (έναντι 2% στην Ευρώπη). Ειδικότερα, η Ελλάδα είναι η τρίτη μεγαλύτερη παραγωγός ελαιολάδου (μετά την Ισπανία και την Ιταλία), με παραγωγή της τάξης των 370 χιλιάδων τόνων το 2009, η οποία αντιστοιχεί σε αξία της τάξης των €800 εκατ., συνεισφέροντας έτσι το 0,3% του ΑΕΠ (έναντι 0,2% του ΑΕΠ για τον ισπανικό κλάδο και 0,1% για τον ιταλικό).

Η διεθνής αγορά ελαιολάδου μεγεθύνεται συνεχώς τα τελευταία χρόνια. Σημειώνουμε ότι η αύξηση της παγκόσμιας παραγωγής την τελευταία εικοσαετία απορροφήθηκε σε μεγάλο βαθμό (της τάξης των ?) από τη μεγαλύτερη διείσδυση του τυποποιημένου ελαιολάδου σε νέες αγορές.

Οι εμπορικές ροές τυποποιημένου ελαιολάδου κατευθύνονται στους βασικούς προορισμούς κατανάλωσης (εκτός των παραδοσιακών αγορών), που είναι κυρίως Η.Π.Α., Γαλλία και Γερμανία. Όσον αφορά τις χώρες προέλευσης, η Ισπανία καλύπτει το 38% της αγοράς το 2009 (από 37% το 1990), η Ιταλία το 30% της αγοράς (από 36%), η Ελλάδα το 3% (από 4%), ενώ οι λοιπές χώρες ελαιοπαραγωγοί φαίνεται να κερδίζουν μερίδιο αγοράς (29% το 2009, από 22% το 1990). Σημειώνουμε ότι η Ελλάδα και η Ισπανία εξάγουν στην Ιταλία σε τιμές κοντά στα €2/κιλό, η οποία στη συνέχεια εξάγει σε τιμές της τάξης των €3/κιλό – ενδεικτικό ότι η Ιταλία καρπώνεται υπεραξία τουλάχιστον €1/κιλό.

Η Ελλάδα είναι η τρίτη μεγαλύτερη παραγωγός ελαιολάδου (μετά την Ισπανία και την Ιταλία), ενώ το ελληνικό ελαιόλαδο υπερέχει σε όρους ποιότητας (το 75% της ελληνικής παραγωγής είναι εξαιρετικά παρθένο ελαιόλαδο, έναντι 45% της ιταλικής και 30% της ισπανικής). Οι αιτίες που δρουν περιοριστικά στη δυναμική του κλάδου στην Ελλάδα αφορούν κυρίως διαρθρωτικές αδυναμίες σε όλα τα στάδια παραγωγής (ελαιοπαραγωγή, επεξεργασία, τυποποίηση, διανομή-προώθηση). Οι χαμηλότεροι μισθοί στην Ελλάδα δεν αρκούν για να αντισταθμίσουν την επίδραση της χαμηλής παραγωγικότητας εργασίας, με αποτέλεσμα το κόστος παραγωγής ελιών να είναι υψηλότερο στην Ελλάδα (€0,65/κιλό ελιών έναντι €0,6/κιλό στην Ιταλία και €0,55/κιλό στην Ισπανία) - καθιστώντας την ελληνική παραγωγή λιγότερο ανταγωνιστική. Στο σημείο αυτό είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι σχεδόν το ½ της παραγωγής είναι κερδοφόρο μόνο μετά από επιδοτήσεις και συνεπώς μόνο το εναπομείναν 20% λειτουργεί αποδοτικά (έναντι 35% στην Ιταλία και 70% στην Ισπανία). Στο στάδιο παραγωγής των ελαιοτριβείων, εστιάζει σε δύο παραμέτρους που επηρεάζουν τη λειτουργία και την αποτελεσματικότητά τους: (i) τεχνολογία παραγωγής και (ii) ιδιοκτησιακό καθεστώς και συγκέντρωση του κλάδου. Επισημαίνεται ότι ο κλάδος στην Ισπανία κυριαρχείται από μεγάλα και σε μεγάλο βαθμό συνεταιριστικά ελαιοτριβεία, ενώ στην Ιταλία τα ελαιοτριβεία, αν και είναι σχετικά μικρά, είναι σε κάποιο βαθμό καθετοποιημένα (με το στάδιο της παραγωγής).

Ανοδική η ζήτηση και οι τιμές διεθνώς την επόμενη πενταετία. Συγκεκριμένα, η ζήτηση εκτιμάται ανοδική κυρίως στις μη παραδοσιακές αγορές. Υπό πίεση η ελληνική παραγωγή ελαιολάδου την επόμενη πενταετία. Η ελληνική παραγωγή ελαιολάδου εκτιμάται ότι θα δεχθεί σημαντική πίεση από την αναθεώρηση της ΚΑΠ, σύμφωνα με την οποία οι επιδοτήσεις συνδέονται με την καλλιεργήσιμη γη σε κάθε χώρα και σταδιακά επιχειρείται η πλήρης εξίσωση του ύψους επιδότησης ανά εκτάριο καλλιεργήσιμης γης για όλες τις χώρες της ΕΕ.

Οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές του κλάδου κρύβονται στην καλύτερη αξιοποίηση της ελληνικής παραγωγής.

Η ευνοϊκή διεθνής συγκυρία και η ποιοτική υπεροχή του ελληνικού ελαιολάδου μπορούν να οδηγήσουν σε ανάπτυξη τον κλάδο μεσοπρόθεσμα. Για να υλοποιηθεί, ωστόσο, αυτή η δυνατότητα απαιτούνται διαρθρωτικές μεταβολές: (i) περιορισμός του κόστους παραγωγής (κυρίως μέσω συγκέντρωσης σε όλα τα στάδια παραγωγής) και (ii) αύξηση του μεριδίου παραγωγής που τυποποιείται.

Πηγή:http:/www.nbg.gr/Ανακοινώσεις-Εκδόσεις/Δημοσιεύματα- Εκδόσεις/ Κλαδικές Μελέτες

 
GreekEnglish (United Kingdom)Italian - Italy