Συγκριτική Αναφορά Αγορών Ελαιολάδου

Γενικά

Η Ισπανία είναι ο μεγαλύτερος ελαιοπαραγωγός τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο όπου κατάφερε να διπλασιάσει την παραγωγή της μετά το 1990, ενώ ακολουθώντας σχεδιασμένη πολιτική παραγωγής προϊόντων χαμηλού κόστους κατέκτησε πρωτεύουσα θέση στην διεθνή αγορά. Έτσι οι τιμές  της παγκόσμιας αγοράς ελαιολάδου καθορίζονται με βάση τις τιμές των αγορών κυρίως της Ισπανίας μετά της Ιταλίας και τέλος της Ελλάδας. Η Ισπανία αναζητεί τρόπους προώθησης των προϊόντων της σε ορισμένες αναδυόμενες αγορές ή σε χώρες όπως η Δυτική Αφρική και η Χιλή καθώς και στους τομείς της εστίασης, των γαστρονομικών προϊόντων, των αλυσίδων διανομής τροφίμων μεγάλης κλίμακας και των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων.

Η Ιταλία καταλαμβάνει τη δεύτερη θέση στην παραγωγή ελαιολάδου ποιότητας με μια συνολική μεσαία παραγωγή πάνω από 600.000 τόνους και με 39 εξτρα-παρθένα ελαιόλαδα προστατευόμενης ονομασίας προέλευσης (ΠΟΠ) και 1 προστατευόμενης γεωγραφικής ένδειξης (ΠΓΕ) που έχουν αναγνωριστεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η εσωτερική αγορά της Ιταλίας δίνει παραδοσιακά μεγάλη προσοχή στην ποιότητα του προϊόντος με την παράλληλη υποστήριξη στην έρευνα και την επιλογή των καλλιτέρων παραγωγικών μεθόδων που έχουν το σκοπό να εξασφαλίσουν υψηλά οργανοληπτικά και οσφρητικά αποτελέσματα (panel test).

Μεγάλη προσπάθεια καταβάλλεται τελευταία για την εύρεση μεθοδολογιών συνεταιριστικής παραγωγής που θα είναι σε θέση να προσφέρουν στον καταναλωτή υψηλές ποιότητες σε ανταγωνιστικές τιμές. Η αναπτυξιακή πολιτική εξαγωγής προσανατολίζεται με πάγια προσοχή στην αμερικανική ήπειρο και πιο πρόσφατα στην αυξανόμενη ζήτηση ελαιολάδου που προέρχεται από τις αναδυόμενες αγορές της Κίνας και της Ινδίας.

Η Ελλάδα καταλαμβάνει μετά την Ισπανία και την Ιταλία, την Τρίτη θέση σε παγκόσμιο επίπεδο παραγωγής ελαιολάδου και αριθμεί πάνω από 140 εκατομμύρια ελαιόδεντρα που παράγουν περί τους 360.000 τόνους ελαιολάδου ετησίως, εκ των οποίων το 75-80% είναι εξαιρετικά παρθένο ελαιόλαδο. Το ποσοστό αυτό καθιστά την Ελλάδα πρώτη χώρα παραγωγής εξαιρετικού παρθένου ελαιόλαδου και της προσφέρει εύλογα αξιοποιήσιμα εμπορικά συγκριτικά πλεονεκτήματα ( την δεύτερη θέση καταλαμβάνει η Ιταλία με ποσοστό 40-45% και την τρίτη η Ισπανία με 25-30% ποσοστό της ετήσιας παραγωγής σε εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο).

Παρακάτω γίνεται μια συγκριτική αντιπαράθεση πέντε χωρών οι αγορές των οποίων αποτελούν πόλο εισαγωγής ελαιολάδου.

Γερμανία

Από το 1998 μέχρι το 2008 η εισαγωγή ελαιολάδου υπερδιπλασιάστηκε από 24χιλ. τόνους σε 51,5 χιλ τόνους, ενώ ακόμη μεγαλύτερη αύξηση παρουσίασε η εισαγωγή παρθένου ελαιόλαδου από 15,4 χιλ τόνους σε 48,9 χιλ. τόνους.

Από την ανοδική πορεία των εισαγωγών η Ελλάδα επωφελήθηκε ξεκινώντας από το τα 9, 17 χιλ. τόνους σε 53, 73 χιλ τόνους δηλαδή από 2,2% στο 10,4 % το 2008, του συνολικού μεριδίου εισαγωγών ελαιολάδου. Από αυτό το μερίδιο το 95% αναλογεί σε παρθένο ελαιόλαδο.

Κύριοι προμηθευτές ελαιολάδου της Γερμανίας είναι:

1. ΙΤΑΛΙΑ :   77,4% της ποσότητας και 76,6% της αξίας του συνόλου

2. ΕΛΛΑΔΑ: 10,4% της ποσότητας και 12,9% της αξίας του συνόλου

3. ΙΣΠΑΝΙΑ: 8,3% της ποσότητας και 6,8% της αξίας του συνόλου

Η πτωτική τάση που παρατηρήθηκε το 2008 αφορούσε και τις τρεις χώρες προέλευσης εισαγωγών ελαιολάδου: η Ιταλία παρουσίασε πτώση κατά 10%, η Ελλάδα 21,5 % και η Ισπανία 25,2%

Ρωσία

Γενικότερα μεγαλύτερη κατανάλωση και ζήτηση στη Ρωσία έχει το ηλιέλαιο που κατέχει 67,4% της αγοράς.

Το ελαιόλαδο κατέχει το 0,45% σε όγκο και το 1,95% σε αξία.

Ο Ρώσος καταναλωτής αναγνωρίζει το ελαιόλαδο ως προϊόν ανώτερης διατροφικής αξίας και δεν διαθέτει ακόμα την ικανότητα να διακρίνει τους διαφορετικούς τύπους ελαιολάδου. Το μεγαλύτερο μέρος κατανάλωσης συγκεντρώνεται στην Μόσχα 17,2% και στην Αγ. Πετρούπολη 10,2% επί της συνολικής κατανάλωσης φυτικών ελαίων. Το προφίλ του Ρώσου καταναλωτή ελαιολάδου είναι η κατηγορία των ηλικιωμένων (κατόπιν ιατρικής συνταγής) και η κατηγορία ατόμων  μέτριου και υψηλού εισοδήματος οι οποίοι διαθέτουν διατροφική εκπαίδευση και δείχνουν ενδιαφέρον για την υγιεινή διατροφή.

Όσον αφορά την τιμή του κυμαίνεται περίπου στα 12 € ενώ η χονδρική του κυμαίνεται στα 3, 65€ ( μπουκάλι 1 λίτρου), καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι το 80% της τελικής του τιμής αφορά σε κόστη και κέρδη των μεσαζόντων.

Κύριοι προμηθευτές ελαιολάδου της Ρωσίας είναι (2009):

1. ΙΣΠΑΝΙΑ:   61,11% της ποσότητας

2. ΙΤΑΛΙΑ: 23,21% της ποσότητας

3. ΕΛΛΑΔΑ: 5,92% της ποσότητας

Γενικά το 2009 οι ρωσικές εισαγωγές ελαιολάδου μειώθηκαν κατά 15% . Αξίζει να σημειώσουμε ότι αντίθετα σε αυτή την πτωτική πορεία οι εξαγωγές όσο και το μερίδιο επί του συνόλου της αυξήθηκαν κατά 36,22% και 5,92% αντίστοιχα.

Όσον αφορά την τιμή, θέτοντας την όποια ποιοτική διαφοροποίηση του προϊόντος μεταξύ των χωρών που εξάγουν προς Ρωσία και διαιρώντας απλά την συνολική αξία των εξαγωγών προς ποσότητα για κάθε χώρα προκύπτει αβίαστα  ότι το λάδι από την χώρα μας είναι το ακριβότερο όλων ( π.χ. η Τυνησία εξάγει σχεδόν τη διπλάσια ποσότητα και η Τουρκία περίπου την ίδια ποσότητα όσο και η χώρα μας, παρόλα αυτά ο συνολικός του τζίρος υπολείπεται του δικού μας!

Ην. Βασίλειο

Η αξία του ελαιολάδου που προορίζεται για κατανάλωση διευρύνεται με εντυπωσιακούς ρυθμούς. Το ποσοστό των νοικοκυριών  που αγοράζει ελαιόλαδο ξεπερνά ήδη το 50% του συνόλου (49% το 2006 και 47% το 2005) και σύμφωνα με εκτιμήσεις αναμένεται η αγορά ελαιολάδου σε αξία να αυξηθεί κατά 50% μέχρι το 2012 πράγμα που οφείλεται στην ενημέρωση των καταναλωτών  για τις υγιεινές ιδιότητές του.

Κύριοι προμηθευτές ελαιολάδου του Ην. Βασιλείου είναι :

1.  ΙΣΠΑΝΙΑ: περίπου 44% της ποσότητας

2. ΙΤΑΛΙΑ:   περίπου 38% της ποσότητας

3. ΕΛΛΑΔΑ: περίπου 6% της ποσότητας

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η αγορά οικολογικών προϊόντων επίσης αποτελεί μια δυναμική κατηγορία και αναπτύσσεται με ρυθμούς 10% ετησίως.

Επίσης η αγορά ελαιολάδου στο Ην. Βασίλειο κυριαρχείται από προϊόντα ίδιας σήμανσης “own label” των μεγάλων αλυσίδων τροφίμων δηλ. από ελαιόλαδο που πωλείται με την ονομασία του καταστήματος και τα οποία αντιπροσωπεύουν περισσότερο από 55% της αγοράς. Οι πωλήσεις ελαιολάδου ανά κατηγορία έχουν ως εξής: ιδιωτικές αλυσίδες 80%, συνεταιρισμοί 10%, ανεξάρτητοι 6% και λοιποί 4%.

Λ. Δ.  Κίνα

Γενικότερα η αγορά ελαιολάδου αποτελεί μόλις το 1% της αγοράς βρώσιμων ελαίων και ανέρχεται περίπου στους 42 εκατ. Τόνους.

Οι Κινέζοι χρησιμοποιούν το ελαιόλαδο ως καλλυντικό, ως φάρμακο και ως μαγειρικό έλαιο μόνο από νοικοκυριά με υψηλό εισόδημα και μορφωτικό επίπεδο!

Οι εισαγωγές ελαιόλαδου παρουσιάζουν αυξητική τάση τα τελευταία χρόνια και μάλιστα αξίζει να σημειωθεί ότι οι εισαγωγές παρθένου ελαιόλαδου έχουν δεκαπλασιαστεί σε όγκο μέσα σε μια πενταετία.

Κύριοι προμηθευτές ελαιολάδου της Κίνας είναι :

1. ΙΣΠΑΝΙΑ: περίπου 43,34% του συνολικού μεριδίου

2. ΤΑΛΙΑ:   περίπου 32,91% του συνολικού μεριδίου

3. ΕΛΛΑΔΑ: περίπου 8,41% της ποσότητας

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι στην εισαγωγή μη παρθένου ελαιολάδου η Ελλάδα καταλαμβάνει την 2η θέση με μερίδιο 29,5 % ενώ στην εισαγωγή παρθένου, καταλαμβάνει την 4η θέση με 5,01%.

Το ισπανικό και το ιταλικό ελαιόλαδο διαθέτουν το πλεονέκτημα των πολλών εστιατορίων ιταλικής και ισπανικής κουζίνας αλλά και του μεγαλύτερου μεγέθους πολλών εκ των δραστηριοποιούμενων εταιρειών τους. Παρόλα αυτά η παρουσία του ελληνικού ελαιολάδου είναι σχετικά ικανοποιητική όσον αφορά το μερίδιο της αγοράς λόγω της έγκαιρης εισόδου στην αγορά αλλά και της εκτίμησης που χαίρει η ποιότητα του αλλά και η άρρηκτη σύνδεση του με την θετική εικόνα της Ελλάδας στην Λ.Δ. της Κίνας.

Γαλλία

Το ελαιόλαδο παραμένει το ευρύτερα διαδεδομένο φυτικό έλαιο μετά το ηλιέλαιο στη Γαλλία,. Η γαλλική κατανάλωσή ελαιολάδου κατανέμεται μεταξύ της άμεσης κατανάλωσης, υπολογιζόμενη σε περίπου 75-85 εκατομμύρια λίτρα και της χρήσης στους τομείς γεωργικών προϊόντων διατροφής και καλλυντικών οι οποίοι αντιπροσωπεύουν μια αγορά περίπου 15-20 εκατομμυρίων λίτρων .

Η Γαλλία είναι ο μικρότερος παραγωγός ελαιολάδου μεταξύ όλων των μεσογειακών ευρωπαϊκών κρατών όπου μόνο το νοτιοανατολικό της τμήμα βρίσκεται γεωγραφικά στο χώρο της Μεσογείου και η καλλιέργεια της ελιάς στην περιοχή ανάγεται στην χρονική περίοδο της άφιξης των Ελλήνων.

Κύριοι προμηθευτές ελαιολάδου της Γαλλίας είναι για το 2008 :

1. ΙΣΠΑΝΙΑ: περίπου 75% του συνολικού μεριδίου

2. ΙΤΑΛΙΑ:   περίπου 25% του συνολικού μεριδίου

3. Άλλες χώρες: περίπου 5% της ποσότητας

Στις άλλες χώρες περιλαμβάνεται η Ελλάδα αλλά θα πρέπει σκόπιμα να αξιολογήσουμε τον ανταγωνισμό που παρουσιάζει μια αυξητική τάση και προέρχεται από χώρες όπως η Τυνησία και η Τουρκία που έχουν ήδη κατακτήσει μερίδιο στην Γαλλική αγορά.

Οι ελληνικές εξαγωγές ελαιολάδου προς την Γαλλία είναι:

2006: 0,78%

2007: 0,81%

2008: 0,86%

O όγκος των ελληνικών εξαγωγών από το 2000 είναι σχεδόν σταθερός στους 10.000 τόνους σύμφωνα με τον Οργανισμό Πιστοποίησης και Επιθεώρησης που σημαίνει ότι, είτε οι Έλληνες παραγωγοί στράφηκαν προς άλλες αγορές είτε ότι λόγω της εξαγοράς των εργοστασίων ελαιοπαραγωγής και ελαιοτριβείων στην Ελλάδα από ομίλους εταιρειών όπως ο όμιλος Carrefour, το ελαιόλαδο εξάγεται ως προϊόν που παρασκευάζεται εντός της ΕΕ υπό το σήμα του κατασκευαστή.

Παρακάτω παρουσιάζεται ένας συγκριτικός πίνακας με τις εισαγόμενες ποσότητες από τις τρεις βασικές χώρες που εξάγουν ελαιόλαδο (Ισπανία, Ιταλία, Ελλάδα) στις αντίστοιχες αγορές.

worldmarket

 

Πηγές

  1. Γενικό Προξενείο της Ελλάδος στο Ντύσσελντορφ. Γραφείο Οικονομικών & Εμπορικών υποθέσεων
  2. Πρεσβεία της Ελλάδος στο Πεκίνο. Γραφείο Οικονομικών & Εμπορικών υποθέσεων (www.agora.mfa.gr/cn89)
  3. Πρεσβεία της Ελλάδος στο Παρίσι, Γαλλία. Γραφείο Οικονομικών & Εμπορικών υποθέσεων
  4. Πρεσβεία της Ελλάδος στο Ην. Βασίλειο. Γραφείο Οικονομικών & Εμπορικών υποθέσεων (www.agora.mfa.gr/gb66)
  5. Πρεσβεία της Ελλάδος στη Μόσχα. Γραφείο Οικονομικών & Εμπορικών υποθέσεων ((www.agora.mfa.gr/ru105))
 
GreekEnglish (United Kingdom)Italian - Italy